-
1 κουζίνα
[кузина] ουσ. θ. кухняΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κουζίνα
-
2 кузина
[κουζίνα] ουσ. θ. εξαδέλφη -
3 кузина
[κουζίνα] ουσ θ εξαδέλφη -
4 кухня
кухня ж 1) η κουζίνα, το μαγειριά 2) (стол) η κουζίνα·греческая \кухня η ελληνική κουζίνα* * *ж1) η κουζίνα, το μαγειριό2) ( стол) η κουζίναгре́ческая ку́хня — η ελληνική κουζίνα
-
5 плита
плита ж 1) η πλάκα 2)( кухонная) η κουζίνα* электрическая \плита η ηλεκτρική κουζίνα* * *ж1) η πλάκα2) ( кухонная) η κουζίναэлектри́ческая плита́ — η ηλεκτρική κουζίνα
-
6 кухня
кух||няж1. ἡ κουζίνα, τό μαγειρείο[ν], τό μαγεριό:походная \кухня τό μαγειρείο ἐκστρατείας· фабрика-\кухня συγκρότημα ἐστιατορίων·2. (стол) ἡ κουζίνα:греческая \кухня ἡ ἐλληνική κουζίνα. -
7 кухня
-и θ.1. μαγειρείο, μαγεριό, κουζίνα. || μαγειρική• μαγείρευμα. || μτφ. χαλκείο.2. ιδιάζουσα μαγειρική•греческая кухня ελληνική κουζίνα•
французская кухня γαλλική κουζίνα.
-
8 плитка
плитка ж 1) το πλακάκι* облицованный \плиткаой πλακόστρωτος 2) (прибор) η ηλεκτρική κουζίνα ( φορητή)* * *ж1) το πλακάκιоблицо́ванный пли́ткой — πλακόστρωτος
2) ( прибор) η ηλεκτρική κουζίνα (φορητή) -
9 стол
столм1. τό τραπέζι, ἡ τράπεζα:письменный \стол τό γραφείο· ломберный \стол τό πράσινο τραπέζι· обеденный \стол τό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ· накрывать (на) \стол στρώνω τό τραπέζι· убирать со \стола σηκώνω τό τραπέζι·2. (о питании) τό φα· γητό/ ἡ κουζίνα (кухня):\стол и квартира φαγητό καί κατοικία· диетический \стол ἡ διαιτητική κουζίνα·3. (бюро) τό τμήμα:\стол заказов τμήμα παραγγελιών адресный \стол τό γραφείο διευθύνσεων, ἡ ὑπηρεσία διευθύνσεων. -
10 кухня
1. (помещение) η κουζίνα (ξεν.)το μαγειρείο2. (подбор кушаний) η μαγειρική, το μενού, οι επιλογές (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кухня
-
11 плита
1. стр. η πλάκα, η πλαξопорная - см. фундаментная -фундаментная - της βά-σης/θεμελίωσης2. (для приготовления пищи) η κουζίναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плита
-
12 электроплита
η ηλεκτρική κουζίνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электроплита
-
13 плита
плитаж1. (каменная, металлическая) ἡ πλακά, ἡ πλάξ:моги́льная \плита ἡ ἐπιτύμβια πλάκα, ἡ πλακά τοῦ τάφου· выложить плитами πλακοστρώνω·2. (кухонная) ἡ μαγειρική ἐστία, ὁ φούρνος τῆς κουζίνας:газовая \плита ἡ κουζίνα φωταερίου, τό γκάζι. -
14 походный
походн||ыйприл τής ἐκστρατείας, ἐκστρατευτικός:\походныйая кровать τό κρεβ-βάτι ἐκστρατείας· \походный котелок ἡ καραβάνα· \походныйая ку́хия τό κινητό μαγειρείο, ἡ κουζίνα ἐκστρατείας. -
15 кухня
[κούχνγια] ουσ θ κουζίνα, μαγειρείο -
16 место
-а, πλθ. места, мест ουδ.1. τόπος, μέρος• χώρος•рабочее место τόπος της δουλειάς•
общественное место δημόσιος χώρος•
место назначения τόπος προσδιορισμού•
место рождения τόπος γένησης•
глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•
прибыть на место φτάνω στο μέρος.
2. θέση•уступить место παραχωρώ τη θέση•
положить на место βάζω στη θέση.
|| θέση υπηρεσιακή•быть без -а είμαι χωρίς θέση.
3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.4. -а πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.5. βαθμίδα•занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.
6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.εκφρ.место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•на -е кого – στη θέση κάποιου•на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•- а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.). -
17 перенести
-несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс-несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. περνώ•ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.
2. μεταφέρω•перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.
3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.4. κατευθύνω, καταφέρω•перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.
5. αναβάλλω•перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.
|| παρασταίνω γραφικά.6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.
|| αντέχω•растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.
8. (διαλκ.)επισωρεύω στοιβάζω•дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.
1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ. -
18 поварня
-и θ. παλ. μαγειρείο, κουζίνα. -
19 чёрный
επ., βρ: чрен, черна, черно.1. μαύρος, μέλας, μελανός•-ая краска μαύρο χρώμα•
чёрный дым μαύρος καπνός•
чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.
2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•-ая раса μαύρη φυλή.
ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.
4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•-ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•
-ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.
|| μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•-ая лестница η πισινή σκάλα•
чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•
чёрный двор η πισινή αυλή•
чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.
5. ανειδίκευτος•-ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.
|| ρυπαρός, βρώμικος.6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•-ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.
7. βλ. тягловый (1 σημ.).8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.9. βλ. чародейный.ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.10. αρνητικός, άσχημος•выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.
11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•-ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•
-ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).
|| (για χρόνο) δύσκολος•чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.
12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•-ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•
-ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.
εκφρ.-ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•- ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•- ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•- ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•- ая кровь – το φλεβικό αίμα•чёрный лес – βλ. чернолесье•- ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•- ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•- ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•- ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•- ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•- ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•- ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•- ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•- ая тропа – βλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•- ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα.
См. также в других словарях:
κουζίνα — η 1. ειδικό δωμάτιο τού σπιτιού στο οποίο γίνεται η παρασκευή τού φαγητού, το μαγειρείο 2. συσκευή, σήμερα συνήθως ηλεκτρική, με την οποία γίνεται το μαγείρεμα 3. ο ιδιαίτερος τρόπος μαγειρέματος, η μαγειρική («ανατολίτικη κουζίνα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κουζίνα — η (λ. ενετ.) 1. μαγειρείο. 2. το σκεύος με το οποίο γίνεται το μαγείρεμα. 3. μαγειρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
A Touch of Spice — Infobox Film name = A Touch of Spice (Πολίτικη Κουζίνα, Bir Tutam Baharat) image size = 200px caption = director = Tassos Boulmetis producer = writer = narrator = starring = Georges Corraface, Ieroklis Michaelidis, Renia Louizidou music =… … Wikipedia
Zimt und Koriander — Filmdaten Deutscher Titel Zimt und Koriander Originaltitel Politiki kouzina englischsprachiger Titel: A Touch of Spice … Deutsch Wikipedia
La sal de la vida — Πολίτικη Κουζίνα (Polítike kouzína), Bir Tutam Baharat 200px Título La sal de la vida / Un toque de Canela Ficha técnica Dirección Tassos Boulmetis Música Evan … Wikipedia Español
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek